- σωματειακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σωματείο: Αντέδρασαν οι διάφορες σωματειακές ενώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωματείο (α. «σωματειακή οργάνωση» β. «σωματειακή νομοθεσία») 2. φρ. «σωματειακό κράτος» πολιτικό σύστημα που εφαρμόστηκε στη φασιστική Ιταλία και στο οποίο η οργάνωση στα ελεγχόμενα από το κράτος… … Dictionary of Greek